προσχηματίζω

προσχηματίζω
ΝΜΑ
νεοελλ.
σχηματίζω εκ τών προτέρων
νεοελλ.-μσν.
μέσ. προσχηματίζομαι
μεταχειρίζομαι ως πρόσχημα, προφασίζομαι
αρχ.
παθ. (για αιμορροΐδες) προεξέχω, βγαίνω έξω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσχηματισμός — ο, ΝΑ [προσχηματίζω] γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή τής κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα τα β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω δά, ὅ δε, οὑτοσ ί νεοελλ. 1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός 2.… …   Dictionary of Greek

  • προσχηματιστικός — ή, ό, Ν [προσχηματίζω] 1. ο σχετικός με τον προσχηματισμό 2. φρ. «προσχηματιστική μεμβράνη βιολ. βασική μεμβράνη η οποία κατά τη διάρκεια τού εμβρυϊκού σχηματισμού τών δοντιών διαχωρίζει το όργανο τής αδαμαντίνης και τις οδοντοβλαστικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”